- ποιήσαντα
- ποιέωmakeaor part act neut nom/voc/acc plποιέωmakeaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιήσανθ' — ποιήσαντα , ποιέω make aor part act neut nom/voc/acc pl ποιήσαντα , ποιέω make aor part act masc acc sg ποιήσαντι , ποιέω make aor part act masc/neut dat sg ποιήσαντε , ποιέω make aor part act masc/neut nom/voc/acc dual ποιήσαντο , ποιέω make aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσαντ' — ποιήσαντα , ποιέω make aor part act neut nom/voc/acc pl ποιήσαντα , ποιέω make aor part act masc acc sg ποιήσαντι , ποιέω make aor part act masc/neut dat sg ποιήσαντε , ποιέω make aor part act masc/neut nom/voc/acc dual ποιήσαντο , ποιέω make aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδωρος — ον, Α 1. γενναιόδωρος 2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.) 3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα 4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ… … Dictionary of Greek